Φόβος ύπουλος.
Εκείνος που δε τον βλέπεις πως τρυπώνει μέσα στους σκοτεινούς
διαδρόμους στο πίσω μέρος το κεφαλιού σου. Εκείνος ο φόβος που σιγά σιγά σα τη βδέλλα
σου ρουφάει λίγο λίγο από τη ζωτική σου ενέργεια μέχρι να χορτάσει και να σε
αφήσει άδειο από χαμόγελο! Εκείνος που αφού σε αδειάσει σε αφήνει παγωμένο με
το βλέμμα στο κενό. Να κοιτάς το τίποτα και να βλέπεις τις ελπίδες σου και τις δυνάμεις
σου να λιώνουν σαν ψεύτικες εικόνες. Εκεί που όλα τα πιστεύω καταρρέουν. Για
εκείνο το μπάσταρδο φόβο μιλάω.
Και ζεις με το φόβο αγκαλιά.
- Αλήθεια; Εσύ μπορείς να ζήσεις με το φόβο αγκαλιά;
Σε καταπίνει όσο μπορεί, ξανά και ξανά, κάθε μέρα. Ο φόβος
λατρεύει το κλάμα σου. Τρέφεται από όλες τις μαύρες σκέψεις, όσο χειρότερη τόσο
το καλύτερο. Και όσες έρχονται άλλες τόσες και ακόμα παραπάνω ακολουθούν. Αδηφάγο
τέρας που ζει μέσα από εσένα.
- Όχι. Δε μπορώ να ζω
με το φόβο αγκαλιά!
Επιτέλους μια μέρα βρίσκεις τη δύναμη και ανοίγεις τα μάτια -
σαν από εφιάλτη - και βλέπεις αυτή τη βδέλλα – φίδι που έχει τυλιχτεί γύρω από
το λαιμό σου να σου κλέβει το οξυγόνο. Και θυμώνεις. Και ο φόβος μετουσιώνεται σε
θυμό, σε νεύρο. Εκεί μαζεύεις ότι σου έχει απομείνει και τον βάζεις απέναντι
και ορμάς. Βγάζεις τη θηλιά από το λαιμό σου και ουρλιάζεις!
Ή εσύ ή εγώ. Εδώ μέσα δε χωράμε και οι δύο.